- ποικιλομήχανος
- ποικῐλο-μήχᾰνος, ον,A full of various devices, Ἔρως Epigr. ap. Clidem.24.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
ποικιλομήχανος — ον, Α αυτός που επινοεί, που μηχανεύεται ποικίλα πράγματα, ο πανούργος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ποικίλος + μήχανος (< μηχανή), πρβλ. πολυ μήχανος] … Dictionary of Greek
ποικιλομήχαν' — ποικιλομήχανα , ποικιλομήχανος full of various devices neut nom/voc/acc pl ποικιλομήχανε , ποικιλομήχανος full of various devices masc/fem voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μηχανή — I Με γενική έννοια μ. είναι κάθε διάταξη κατάλληλη να εκμεταλλεύεται μια ορισμένη μορφή ενέργειας για να επιτελέσει ένα έργο ή για να τη μετατρέψει σε μια άλλη μορφή ενέργειας. Οι μ. που συνήθως ονομάζονται απλές (μοχλός, σκοινί, κεκλιμένο… … Dictionary of Greek
ποικίλος — η, ο / ποικίλος, η, ον, ΝΜΑ αυτός που εμφανίζει πολλές και διαφορετικές μορφές, που είναι διαφόρων ειδών, ο πολύμορφος 2. αυτός που έχει διαφόρων ειδών χρώματα, ο ποικιλόχρωμος, κατάστικτος (α. «ποικίλοι χρωματισμοί» β. «ἡ μὲν... σμύραινα… … Dictionary of Greek